- οὐλοκίκιννα
- οὐλο-κίκιννα [pron. full] [κῐκ], poet.for οὖλοι κίκιννοι (cf.A
οὐλοκάρηνος 11
), Telesill. ap. Poll.2.23 (Bgk.(8) reads οὐλοκίκιννος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οὐλοκάρηνος 11
), Telesill. ap. Poll.2.23 (Bgk.(8) reads οὐλοκίκιννος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουλοκίκιννα — οὐλοκίκιννα, τὰ (Α) (ποιητ. τ. αντί οὖλοι κίκιννοι) τα κατσαρά τσουλούφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κίκιννος «τσουλούφια αλόγων»] … Dictionary of Greek